- κονσόρτιο
- κονσόρτιο, το και κονσόρτσιουμ, το(λ. λατ.), συνεταιρισμός τραπεζών για διενέργεια τραπεζικών ή χρηματιστηριακών πράξεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κονσόρτσιουμ — και κονσόρτιο, το (οικον.) 1. οικονομική ένωση που έχει συσταθεί με σκοπό την οικονομική συνεργασία μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων για αποφυγή τού συναγωνισμού μεταξύ τους και επίτευξη καλύτερων όρων στην αγορά 2. συνεταιρισμός τραπεζών για τη… … Dictionary of Greek